πρωτοελλαδικός

πρωτοελλαδικός
-ή, -ό, Ν
φρ. «πρωτοελλαδική περίοδος»
αρχαιολ. η πρώτη υποδιαίρεση τής εποχής τού χαλκού στην ηπειρωτική Ελλάδα γνωστής και ως ελλαδικής περιόδου, η οποία ακολούθησε τη νεολιθική εποχή και εκτείνεται χρονικά από το 3000 ώς το 2000/1900 π. Χ. περίπου και υποδιαιρείται σε τρεις υποπεριόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + ελλαδικός (< Ελλάδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρωτοελλαδικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προϊστορία της Ελλάδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τίρυνθα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Ναυπλίας, του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέας Τίρυνθας. Στην Τ. άκμασε στην αρχαιότητα ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου και ειδικότερα της Αργολίδας, τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”