- πρωτοελλαδικός
- -ή, -ό, Νφρ. «πρωτοελλαδική περίοδος»αρχαιολ. η πρώτη υποδιαίρεση τής εποχής τού χαλκού στην ηπειρωτική Ελλάδα γνωστής και ως ελλαδικής περιόδου, η οποία ακολούθησε τη νεολιθική εποχή και εκτείνεται χρονικά από το 3000 ώς το 2000/1900 π. Χ. περίπου και υποδιαιρείται σε τρεις υποπεριόδους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + ελλαδικός (< Ελλάδα)].
Dictionary of Greek. 2013.